Dictionary of Greek. 2013.
τονάρα — και τοννάρα, η, Ν (αλιευτ.) κοινή ονομασία ειδικού μεγάλου διχτιού με το οποίοι αλιεύονται τόννοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tonnara] … Dictionary of Greek